κορευμα

κορευμα
    κόρευμα
    -ατος τό pl. девственность Eur.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κορευμα" в других словарях:

  • κόρευμα — κόρευμα, τὸ (Α) [κορεύομαι] η ιδιότητα τής παρθένας, παρθενία («ὦ λέκτρον, ἔνθα παρθένει ἔλυσ ἐγώ κορεύματ ἐκ τοῡδ ἀνδρός», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • κορεύματ' — κορεύματα , κόρευμα maidenhood neut nom/voc/acc pl κορεύματι , κόρευμα maidenhood neut dat sg κορεύματε , κόρευμα maidenhood neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορείας — κορείᾱς , κόρειος of a maiden fem acc pl κορείᾱς , κόρειος of a maiden fem gen sg (attic doric aeolic) κορείᾱς , κόρευμα maidenhood fem acc pl κορείᾱς , κόρευμα maidenhood fem gen sg (attic doric aeolic) κορείᾱς , κορεία brushing fem acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορείαν — κορείᾱν , κόρειος of a maiden fem acc sg (attic doric aeolic) κορείᾱν , κόρευμα maidenhood fem acc sg (attic doric aeolic) κορείᾱν , κορεία brushing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορείην — κόρειος of a maiden fem acc sg (epic ionic) κόρευμα maidenhood fem acc sg (epic ionic) κορεία brushing fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορείης — κόρειος of a maiden fem gen sg (epic ionic) κόρευμα maidenhood fem gen sg (epic ionic) κορεία brushing fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»